- σιτοποιός
- -όν, Α1. αυτός που φτειάχνει αλεύρι, ψωμί ή άλλες τροφές2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σιτοποιόςο μυλωνάς3. το θηλ. ως ουσ. ἡ σιτοποιόςη γυναίκα που ζυμώνει και ψήνει το ψωμί.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιτοποιός — σῑτοποιός , σιτοποιός of grinding and baking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτοποίητρα — και σιτοπόητρα, τὰ, Α τα ψηστικά, η αμοιβή τού αρτοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτοποιός «αρτοποιός» + επίθημα τρον, που απαντά συνήθως σε λ. οι οποίες δηλώνουν αμοιβή (πρβλ. στον πληθ. δίδακ τρα, λύτρα)] … Dictionary of Greek
σιτοποιΐα — ἡ, ΜΑ [σιτοποιός] η παρασκευή ψωμιού, η αρτοποιία … Dictionary of Greek
σιτοποιΐκός — ή, όν, Α [σιτοποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιτοποιία, στην αρτοποιία … Dictionary of Greek
σιτοποιείον — και σιτοποεῑον και σιτοπόειον, τὸ, Α [σιτοποιός] ο χώρος ή το εργαστήριο όπου άλεθαν το σιτάρι … Dictionary of Greek
σιτοποιώ — έω, Α [σιτοποιός] 1. φτειάχνω ψωμί, ζυμώνω και ψήνω ψωμί 2. παρέχω τρόφιμα σε κάποιον … Dictionary of Greek
σιτοπόνος — ὁ, ἡ, Α σιτοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πονος (< πόνος «κόπος, εργασία»), πρβλ. γεω πόνος] … Dictionary of Greek
σιτουργός — όν, Α σιτοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. μαχαιρ ουργός] … Dictionary of Greek